top of page

Σχεδιάζοντας την πόλη και τον δημόσιο χώρο.. αλλιώς


Σχεδιάζοντας την πόλη και τον δημόσιο χώρο.. αλλιώς

Του Θάνου Ανδρίτσου*

Μια, όχι και τόσο, προσωπική ιστορία

Ανήκω σε μια από τις παρέες, που, στα πρώτα χρόνια της κρίσης αποφάσισαν να αναζητήσουν ένα συνεργατικό δρόμο για να εργαστούν στο αντικείμενό τους και να εξασφαλίσουν το απαραίτητο εισόδημα για να ζήσουν. Μια ομάδα μηχανικών και επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων σχετικών με τον δημόσιο χώρο, την πόλη και το περιβάλλον, συγκρότησαν την CPD, που πήρε τη μορφή της ΚΟΙΝΣΕΠ, μετεξέλιξη της οποίας είναι ο συνεταιρισμός εργαζομένων Commonspace. Η επιλογή αυτή ήταν μια συνειδητή αναμέτρηση με τη δυνατότητα παραγωγής και σχεδιασμού του δημόσιου χώρου με διαφορετικό τρόπο. Με προτεραιοποίηση των κοινωνικών αναγκών και της περιβαλλοντικής προστασίας, υιοθέτηση συμμετοχικών διαδικασιών, καθώς και με διεπιστημονική και οριζόντια μεθοδολογία.

Δεκάδες αξιόλογες προσπάθειες με παρόμοιες φιλοδοξίες έχουν δημιουργηθεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη διάρκεια και «επιτυχία». Ο λόγος προφανής: υπάρχει και το αντικείμενο (κάτοικοι και πόλεις σε κρίση, με υποβαθμισμένες υποδομές και δημόσιο χώρο), αλλά και το υποκείμενο (υψηλότατων δεξιοτήτων εξειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό με κοινωνικά ριζοσπαστικές προσεγγίσεις), που να τεκμηριώνει την ανάγκη και τη δυνατότητα για ένα διαφορετικό παράδειγμα.

Η ανάγκη, η δυνατότητα(και η φλυαρία) για ένα διαφορετικό σχεδιασμό

Οι επιπτώσεις των καταστροφικών μνημονιακών πολιτικών στην πόλη και την τοπική αυτοδιοίκηση, κάνουν κεντρικά τα ζητήματα του δημοσίου χώρου. Φυσικά, είναι ανεπαρκής μια συζήτηση για τον αστικό σχεδιασμό, όταν είναι ξεκομμένη από το ζήτημα των ευρύτερων αστικών μετασχηματισμών, των χωρικών και κοινωνικών ανισοτήτων και των επιχειρηματικών επιδιώξεων για κερδοφορία επί της γης και του δομημένου περιβάλλοντος. Ωστόσο, η αναζήτηση λύσεων και πρακτικών με κοινωνικό και περιβαλλοντικό πρόσημο, που να μπορούν να παραχθούν με καινοτόμο, οικονομικό και συμμετοχικό τρόπο, βρίσκεται στο κέντρο των εθνικών και διεθνών τάσεων. Δεν αποτελεί ένα συνολικό ριζοσπαστικό πρόταγμα (ούτε και θα μπορούσε), ωστόσο ο σύγχρονος διάλογος για το σχεδιασμό του δημοσίου χώρου βασίζεται στη μείωση της χρήσης του ΙΧ, την αύξηση του πρασίνου, τη δημιουργία μεγάλων και ανοιχτών χώρων συνεύρεσης και περιπάτου, τη χρήση φυσικών και υδατοπερατών υλικών και την εξάπλωση των σύγχρονων μεθόδων σχεδιασμού και στην κλίμακα της γειτονιάς.

Η υιοθέτηση τέτοιων μεθοδολογιών, αν και ορίζει μια διαφορετική αντίληψη από τη γενικευμένη τσιμεντοποίηση, την υφαρπαγή του δημοσίου χώρου από την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις πολιτικές καταστολής και αποκλεισμού, δεν αποτελεί μια επαναστατική ουτοπία. Αντιθέτως, εφαρμόζεται διεθνώς (συχνά εντασσόμενη σε νέα σχέδια κερδοφορίας και αποκλεισμού) και ενισχύεται από χρηματοδοτικά εργαλεία. Σαφώς, μια αντίληψη για έναν ποιοτικό και συμπεριληπτικό δημόσιο χώρο, δεν μπορεί να «χωρέσει» σε μια ολοένα και πιο άνιση ταξικά πόλη και κοινωνία, παρά μόνο ως απονευρωμένο κέλυφος. Όμως ακόμα και στη σημερινή πραγματικότητα, είναι απολύτως δυνατή η αξιοποίηση κοινωνικά και περιβαλλοντικά καλύτερων εργαλείων σχεδιασμού.

Αυτή η -σε ένα βαθμό προφανής- δυνατότητα κάνει την παραγωγή λόγου επί αυτής να είναι ανέξοδη φλυαρία, όσο δεν συνδέεται με συγκεκριμένα έργα και βήματα. Αυτή τη στιγμή, οι πόλεις βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης που -εκτός των άλλων- συνοδεύεται από υποβάθμιση του δημοσίου χώρου, ανεπαρκή συντήρηση των δρόμων και των πεζοδρομίων, υπερκατάληψη από ΙΧ και τραπεζοκαθίσματα, αδυναμία πρόσβασης για άτομα περιορισμένης κινητικότητας κ.α. Την ίδια στιγμή, βουίζει διαρκώς στα αυτιά του κόσμου η συζήτηση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και κινητικότητα, το πράσινο, το ποδήλατο.

Η εικονική και η πραγματική πραγματικότητα

Ως προφανής αιτία θα θεωρείται, πιθανώς, η έλλειψη πόρων. Σαφέστατα, τα χρήματα που διαθέτει το κράτος και οι Δήμοι για την βελτίωση των πόλεων είναι τρομακτικά λιγότερα σε σχέση με άλλες δυτικές χώρες. Κι όμως, η αναβάθμιση του δημοσίου χώρου και η προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να βασιστεί και σε έργα πολύ φτηνότερα από άλλες περιττές δαπάνες. Τι συμβαίνει ωστόσο; Δεν θα δώσω μια συνολική απάντηση, αλλά θα καταγράψω ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας.

Α. Απουσιάζει η εστίαση στην υλοποίηση οποιουδήποτε έργου, εκτός αν αυτό είναι στο επίκεντρο επιχειρηματικών και πολιτικών επιδιώξεων. Υπάρχει μια υπερπαραγωγή λόγου, σχεδίων, ερευνών, στρατηγικών, επιχειρησιακών προγραμμάτων με σχεδόν μηδαμινό ποσοστό εφαρμογής. Ρυθμιστικά, ΣΟΑΠ, ΣΒΑΚ, ΣΒΑΑ, ΟΧΕ, ΠΕΠ, ΕΣΠΚΑ και διάφορα άλλα αρκτικόλεξα μαζί με δεκάδες ερευνητικά σχέδια και μελέτες υπάρχουν σε συρτάρια τεχνικών υπηρεσιών ή σκληρούς δίσκους, χρησιμεύοντας κυρίως για συλλογή στοιχείων σε διπλωματικές εργασίες. Σαφώς και η λήψη μέτρων πρέπει να στηρίζεται σε καλά τεκμηριωμένες στρατηγικές, όμως φαίνεται το ενδιαφέρον και οι χρηματοδοτήσεις να μην επικεντρώνονται στην εφαρμογή τους, αλλά απλά στην ολοκλήρωσή τους.

Β. Περισσότερη σημασία δίνεται στην εικονική από την πραγματική πραγματικότητα. Γεμίζουμε με τρισδιάστατες απεικονίσεις από διάφορα «μεγάλα» και συνήθως εσφαλμένα έργα με ουρανοξύστες, σιντριβάνια και χαρούμενες φιγούρες που κάνουν τζόκινγκ. Κι όμως, το πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι σου παραμένει μικρό, διαλυμένο και καταλυμένο από ΙΧ. Υπερπαράγεται λόγος για την πόλη και το περιβάλλον σε πολιτικούς λόγους ή και ακαδημαϊκές έρευνες, ενώ σχεδόν τίποτα δεν προχωρά περαιτέρω.

Γ. Το κράτος και οι νόμοι είναι ευέλικτοι, όταν είναι να ενισχύσουν «στρατηγικές» επενδύσεις,και αμετακίνητοι, όταν είναι να εξυπηρετήσουν την κοινωνία. Η συχνή απροθυμία (ή και κάτι χειρότερο) των αρμόδιων φορέων και το ατέρμονο χάος της πολυνομίας και της σύγκρουσης αρμοδιοτήτων επιτρέπει να χτίζονται τα παράνομα malls και να καταπατώνται οι αιγιαλοί, αλλά καθιστά αδύνατο το βάψιμο ενός οδοστρώματος για μείωση των ΙΧ έξω από σχολείο (πραγματικό παράδειγμα). Καθιστά γρηγορότερο το να γκρεμίσεις και να χτίσεις μια πόλη πέντε φορές, παρά να αναθεωρήσεις το ΓΠΣ της.

Δ. Αντίστοιχα, προβληματικό είναι το σύστημα ως προς τις μελέτες και τις κατασκευές. Τι γίνεται σε γενικές γραμμές; Νέο προσωπικό σε Δήμους, Περιφέρειες κτλ δεν διορίζεται, με αποτέλεσμα οι διαρκώς συρρικνούμενες υπηρεσίες να αδυνατούν να υλοποιήσουν τον τεράστιο φόρτο εργασίας και μελετών που πέφτει πάνω τους. Οι απευθείας αναθέσεις είτε κόβονται, αν είναι μελέτες, είτε βαφτίζονται κάτι διαφορετικό. Οι διαγωνισμοί σχεδόν στο σύνολό τους κερδίζονται με εξευτελιστικές εκπτώσεις, που υποτιμούν την αξία της εργασίας και -ειδικά στα κατασκευαστικά έργα- έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα και την ασφάλεια.

Ε. Η δυνατότητα νέων ανθρώπων και ομάδων να εμπλακούν σε πραγματικά έργα και να εφαρμόσουν τις γνώσεις που απέκτησαν είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι μεγάλες εταιρείες βρίσκουν τρόπους να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της-μικρότερης πλέον- πίτας. Αν σήμερα έβγαινε από μια Αρχιτεκτονική Σχολή ένας Πικιώνης από φτωχή οικογένεια, πιο εύκολα θα σχεδίαζε ένα στάδιο στο Κατάρ παρά την παιδική χαρά στη Φιλοθέη. Θα μπορούσε να δουλεύει δύο χρόνια κερδίζοντας βραβεία λίγων χιλιάδων ευρώ σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς που ποτέ δεν οδηγούν στην υλοποίηση των ιδεών. Να περιμένει 23 χρόνια μια απόφαση ενός δημοτικού συμβουλίου,μια έγκριση από έναν επίτροπο,μια «ενταλματοποίηση» για να πάρει 1245 ευρώ αμοιβή. Ή να χάσει έναν διαγωνισμό για ένα έργο 10 τετραγωνικών από κάποιο 60χρονο συνάδελφό του με πτυχίο Γ’ τάξης που μετά από 7 χρόνια ανεργίας έκανε προσφορά με 100 ευρώ.

Πάντα αξίζει τον κόπο

Γνωρίζοντας (ατομικά και συλλογικά) την πραγματικότητα κάτω από τις τετριμμένες κενολογίες, είμαι εξοργισμένος, όταν ακούω για ευκαιρίες στους νέους, επένδυση στην έρευνα και την καινοτομία, ενίσχυση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και αλλαγή στο χωρικό σχεδιασμό. Όμως, πιστεύω ειλικρινά ότι πάντα αξίζει τον κόπο να συνεχίζεται η προσπάθεια για ένα διαφορετικό σχεδιασμό του δημοσίου χώρου και για συνεργατικές και διεπιστημονικές μεθόδους εργασίας και ελπίζω ότι αυτό θα συνεχίζει να πρεσβεύει η Commonspace.

* Αρχιτέκτων - Πολεοδόμος - Χωροτάκτης, μέλος του Συνεταιρισμού Εργαζομένων COMMONSPACE

(Άρθρο που δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής, την Κυριακή 22Απριλίου 2018)


bottom of page